- καμποσάντο
- τοιερός χώρος, ιδίως χώρος για την ταφή τών νεκρών, κοιμητήριο, νεκροταφείο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camposanto «νεκροταφείο» (στην κυριολεξία «χώρος ιερός»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καρδοσάντο — το κοινή ονομασία τού φυτού που κατά παλαιότερη ταξινόμηση ήταν γνωστό ως κνίκος η ιεράκανθα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cardosanto «ιεράκανθα» (πρβλ. και καμποσάντο)] … Dictionary of Greek